Το έργο «Carbon Intensive Regions in Transition– Unravelling the Challenges of Structural Change», «Μετάβαση περιοχών με έντονη λιγνητική δραστηριότητα- Ξεπερνώντας τις προκλήσεις των διαρθρωτικών αλλαγών» με ακρωνύμιο CINTRAN, υλοποιείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Horizon.
Η ΕΕ έχει ήδη προβεί σε ενέργειες για τον εκσυγχρονισμό και μετασχηματισμό της οικονομίας αποσκοπώντας στην κλιματική ουδετερότητα. Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των προκλήσεων που σχετίζονται με το περιβάλλον οδεύουν τα κράτη μέλη της ΕΕ, στην σταδιακή κατάργηση της κατανάλωσης των ορυκτών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας, ενώ η κινητοποίηση της βιομηχανίας καθίσταται αναγκαία για την επίτευξη μιας κλιματικά ουδέτερης και κυκλικής οικονομίας. Παρατηρείται ότι, από το 1970 έως το 2017, η ετήσια εξόρυξη υλικών σε παγκόσμιο επίπεδο τριπλασιάστηκε και εξακολουθεί να αυξάνεται, συνιστώντας μείζονα παγκόσμιο κίνδυνο. Περίπου το ήμισυ των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και πάνω από το 90 % της απώλειας βιοποικιλότητας και της καταπόνησης των υδάτινων πόρων οφείλονται στην εξόρυξη πόρων και στη μεταποίηση υλικών, καυσίμων και τροφίμων, ενώ η βιομηχανία της ΕΕ εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το 20 % των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ, παραμένοντας εξαρτημένη από την παροχή νέων υλικών που εξορύσσονται, πωλούνται και μεταποιούνται σε αγαθά και, στο τέλος απορρίπτονται ως απόβλητα ή εκπομπές [1]. Σημειώνουμε ότι, μόνο το 12 % των υλικών που χρησιμοποιεί προέρχεται από ανακύκλωση [2]. Ειδικότερα, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι μετριασμού της κλιματικής αλλαγής σε επίπεδο ΕΕ καθώς και οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού [3], η κατάργηση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας και η απολιγνιτοποίηση της βιομηχανίας καθίσταται αναπόφευκτη. Η βιομηχανίες που εξαρτώνται από ορυκτά καύσιμα δεν κατανέμονται ομοιόμορφα σε επίπεδο ΕΕ αλλά συγκεντρώνονται σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως περιοχές υψηλής έντασης άνθρακα, λιγνίτη. Η μετάβαση σε ένα ενεργειακό σύστημα και οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θέτει ιδιαίτερες προκλήσεις για περιφέρειες που εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από βιομηχανίες με βάση ορυκτά καύσιμα ή από την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων προσφέροντας ταυτόχρονα σημαντικές ευκαιρίες είτε για την ανάπτυξη νέων γραμμών επιχειρήσεων, είτε για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των διαρθρωτικά αδύναμων περιοχών. Η κατάργηση της χρήσης άνθρακα ή λιγνίτη στην περίπτωση της Ελλάδας, αναμφίβολα θα οδηγήσει σε βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές με επιπτώσεις στις περιφερειακές οικονομίες, αγορές εργασίας, καθώς και για την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και δημογραφική σύνθεση των περιφερειών. Οι διαρθρωτικές αυτές αλλαγές δύναται να προκαλέσουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, κοινωνική αναταραχή, επιδεινούμενες κοινωνικές ανισότητες και άλλες δυσκολίες. Για να ελαχιστοποιηθούν τέτοιες συνέπειες, είναι απαραίτητη η καλύτερη κατανόηση των προτύπων και του δυναμικού χαρακτήρα των επερχόμενων διαρθρωτικών αλλαγών ως συνέπεια της απολιγνιτοποίησης, σε περιφερειακό επίπεδο, επιπροσθέτως πρέπει να γίνουν κατανοητοί οι παράμετροι εκείνοι που καθορίζουν τον βηματισμό του μετασχηματισμού και επίσης την ιδιότητα των τοπικών ή περιφερειακών δρώντων να προσαρμόζονται και να δημιουργούν ενεργά εναλλακτικές δομές. Το CINTRAN στοχεύει να καταστήσει ικανές αυτές τις δραστηριότητες μέσω υψηλού βαθμού ενοποίησης, κοινής συνεργασίας της διεπιστημονικής κοινότητας και των περιφερειακών stakeholders. Συνδυάζει την ποσοτική έρευνα με βάση το μοντέλο με την ποιοτική σε βάθος ανάλυση. Εν προκειμένω, η ποιοτική έρευνα στο πλαίσιο υλοποίησης του έργου θα εστιάσει σε τέσσερις περιοχές εξαρτώμενες από τα ορυκτά καύσιμα και συγκεκριμένα: Δυτική Μακεδονία (Ελλάδα), Σιλεσία (Πολωνία), Ida-Virumaa (Εσθονία) και στην περιοχή εξόρυξης του Ρήνου (Γερμανία). Οι εν λόγω περιοχές επελέγησαν για να καλύψουν διαφορετικές πτυχές διαφορετικών καυσίμων, κατάσταση οικονομικής ανάπτυξης, διαφοροποίηση της περιφερειακής οικονομίας, πολιτική οικονομία και την σύνθεση του χώρου. Η τελευταία περίπτωση προσεγγίζει θέματα (κοινωνικοοικονομικά ζητήματα) όπως το εισόδημα, η ανεργία, η περιφερειακή ανάπτυξη κλπ. Η ποικιλομορφία αυτή θα επιτρέψει στο πρόγραμμα να αντλήσει γενικευμένες γνώσεις για τα πρότυπα, την δυναμική της απολιγνιτοποίησης και τις δομικές, διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να είναι αντίστοιχες των απαιτήσεων των επιλεχθέντων περιοχών και που έχουν σημασία τόσο για τις περιοχές έντασης άνθρακα (στην περίπτωση της Ελλάδας λιγνίτη) όσο και για τις γειτνιάζουσες με αυτές χώρες.
Εν κατακλείδι, το έργο απαντά στην πρόσκληση H2020 “LC-SC3-CC-1-2018-2019-2020: Κοινωνικές και ανθρωπιστικές διαστάσεις μετάβασης προς καθαρή ενέργεια [4]. Μέσω διεπιστημονικής έρευνας, οι κύριοι στόχοι του έργου είναι:
- Καθιέρωση και εφαρμογή ενός θεωρητικού πλαισίου για την επεξήγηση των προτύπων και της δυναμικής των διαρθρωτικών αλλαγών στο πλαίσιο της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
- Ανάπτυξη μεθοδολογίας ως βοήθεια προς τις Περιφερειακές Αρχές, για το σχεδιασμό αποτελεσματικής πολιτικής και τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων, κατά τη διαδικασία της μετάβασης τους σε οικονομίες με χαμηλή ένταση άνθρακα. Η μεθοδολογία θα βασίζεται σε εκτεταμένη ανάλυση δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των δεικτών ευπάθειας (vulnerability), των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων, των επιπτώσεων από σενάρια και στρατηγικές χαμηλών εκπομπών, της μετανάστευσης κ.λπ.
- Αξιολόγηση των συνεπειών της δομικής αλλαγής σε επιλεγμένες περιοχές εστίασης με βάση
- τις κύριες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις (ΑΕΠ, εργασία, ανεργία) και τις επιπτώσεις τους στη βιωσιμότητα του τοπικού περιβάλλοντος και οικονομίας
- τις Πολιτικές της μετάβασης (βασικοί πολιτικοί παράγοντες και δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών τους για την προώθηση ή την άρνηση της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών)
- τις Κοινωνικο-δημογραφικές προκλήσεις (εκπαίδευση, δεξιότητες, φύλο, μετανάστευση)
- Αξιολόγηση πρακτικά της προόδου της μετάβασης και του μετασχηματισμού της τοπικής οικονομίας, εντοπισμός και αξιολόγηση των στρατηγικών και των πολιτικών αντιμετώπισης (αξιολόγησης του κόστους πολιτικής των μετασχηματισμών). Ανάλυση των κύριων διαφορών μεταξύ των περιφερειών που αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τη μετάβαση και εκείνων που μένουν πίσω,
- Αξιολόγηση της δυνατότητας μεταφοράς και επανάληψης των στρατηγικών αντιμετώπισης σε ένα ευρύτερο φάσμα περιφερειών.
[1] Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, στον διαδικτυακό τόπο https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/DOC/?uri=CELEX:52019DC0640&from=EN
[2] Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, στον διαδικτυακό τόπο https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/DOC/?uri=CELEX:52019DC0640&from=EN
[3] Στον διαδικτυακό τόπο https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:22016A1019(01)&from=EL
[4]Στον διαδικτυακό τόπο https://ec.europa.eu/info/funding-tenders/opportunities/portal/screen/opportunities/topic-details/lc-sc3-cc-1-2018-2019-2020